κιρνῶ — κιρνάω mix pres subj act 1st sg (attic epic doric) κιρνάω mix pres imperat mp 2nd sg κιρνάω mix pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κιρνάω mix pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κιρνάω mix imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκοκιρνώ — άω, Μ κιρνώ* σαν πίθηκος. [ΕΤΥΜΟΛ. πίθηκος + κιρνῶ «αναμιγνύω νερό με κρασί, κερνώ» (βλ. και λ. κεράννυμι)] … Dictionary of Greek
διακιρνώ — διακιρνῶ ( έω) (Α) [κιρνώ] ανακατεύω καλά … Dictionary of Greek
κίρνημι — (Α) βλ. κιρνώ … Dictionary of Greek
κατακιρνώ — κατακιρνῶ (Μ) αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κερνώ — και άω (ΑΜ κερνῶ, όω, Μ και κερνῶ, άω) προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια») νεοελλ. παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» γι αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα β) «κέρνα,… … Dictionary of Greek
μετακιρνώ — μετακιρνῶ, άω (Α) ανακατώνω, αναμιγνύω, μετατρέπω κάτι για τον εαυτό μου («τῇ δὲ τοῡ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ἡπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾱτο», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
παρακιρνώ — άω, Μ αναμιγνύω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
προκιρνώ — άω, Α προσφέρω κρασί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιρνῶ «αναμιγνύω κρασί με νερό»] … Dictionary of Greek
υδροκιρνώ — άω, Μ αναμιγνύω με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + κιρνῶ «αναμιγνύω» (βλ. λ. κεράνυμι)] … Dictionary of Greek