κιρνώ

κιρνώ
κιρνῶ, -άω και κίρνημι (AM)
1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.)
2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, -άομαι
ενώνομαι, ενοποιούμαι
μσν.
κερνώ
αρχ.
1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν τὸ τῆς φύσεως αὔθαδες», Πολ.)
2. δίνω γεύση σε κάτι με ανάμιξη
3. κάνω κράμα χρυσού, νοθεύω χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κεράννυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιρνῶ — κιρνάω mix pres subj act 1st sg (attic epic doric) κιρνάω mix pres imperat mp 2nd sg κιρνάω mix pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κιρνάω mix pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κιρνάω mix imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθηκοκιρνώ — άω, Μ κιρνώ* σαν πίθηκος. [ΕΤΥΜΟΛ. πίθηκος + κιρνῶ «αναμιγνύω νερό με κρασί, κερνώ» (βλ. και λ. κεράννυμι)] …   Dictionary of Greek

  • διακιρνώ — διακιρνῶ ( έω) (Α) [κιρνώ] ανακατεύω καλά …   Dictionary of Greek

  • κίρνημι — (Α) βλ. κιρνώ …   Dictionary of Greek

  • κατακιρνώ — κατακιρνῶ (Μ) αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • κερνώ — και άω (ΑΜ κερνῶ, όω, Μ και κερνῶ, άω) προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια») νεοελλ. παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» γι αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα β) «κέρνα,… …   Dictionary of Greek

  • μετακιρνώ — μετακιρνῶ, άω (Α) ανακατώνω, αναμιγνύω, μετατρέπω κάτι για τον εαυτό μου («τῇ δὲ τοῡ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ἡπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾱτο», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • παρακιρνώ — άω, Μ αναμιγνύω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • προκιρνώ — άω, Α προσφέρω κρασί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιρνῶ «αναμιγνύω κρασί με νερό»] …   Dictionary of Greek

  • υδροκιρνώ — άω, Μ αναμιγνύω με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + κιρνῶ «αναμιγνύω» (βλ. λ. κεράνυμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”